Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
είρερος — εἴρερος, ο (Α) δουλεία, αιχμαλωσία … Dictionary of Greek
εἴρερος — bondage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴρερον — εἴρερος bondage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)